αποστακτικός

αποστακτικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την απόσταξη ή χρήσιμος γι' αυτήν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”